- Τύρβην
- Τύρβηdisorderfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τύρβην — τύρβη disorder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύρβη — η, ΝΜΑ, και σύρβη Α βοή, θόρυβος, σύγχυση, ταραχή, αταξία (α. «μακριά από την τύρβη τής πρωτεύουσας» β. «θορύβου καὶ... τύρβης πλῆρες στρατόπεδον», Πολ.) αρχ. 1. βακχική γιορτή και όρχηση με συνοδεία αυλού («τῷ Διονύσῳ δὲ καὶ ἑορτὴν ἄγουσι… … Dictionary of Greek